- αντινομικός
- -η, -ό (Α ἀντινομικός, -ή, -όν)αυτός που αναφέρεται στη σύγκρουση δύο νόμων ή στην ασάφεια των διατάξεων ενός νόμουνεοελλ.λέγεται για προτάσεις, καταστάσεις κ.λπ. που είναι αντιφατικές, αλληλοσυγκρουόμενες, αλληλοαναιρούμενες.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < αντινομία. Ο νεοελλ. τ. < αντί + νομικός. Ο τ. αυτός μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου ως απόδοση του γαλλ. contradictoire].
Dictionary of Greek. 2013.